Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

Η Επιστροφή (διήγημα)

Η επιστροφή



Εδώ και κάμποσα χρόνια είχε αποφασίσει να μην ξαναμιλήσει ποτέ. Είτε επειδή ένιωθε ότι δεν είχε και πολλά να πει, είτε επειδή είχε κουραστεί να μιλάει. Ούτε ο ίδιος ήξερε τον πραγματικό λόγο. Ίσως επειδή το να μιλάει κανείς σήμαινε ότι ακούει και το να ακούει σήμαινε ότι έπρεπε να απαντάει. Κι όταν απαντάς , δεν μπορείς να απαντάς επιλεκτικά. Απαντάς στα πάντα, αφού ακούς τα πάντα. Ήταν μια φθινοπωρινή μέρα που σταμάτησε να μιλάει. Έτσι απλά. Ο πατέρας του, ένας γέρος που κάπου τον βρήκε μικρό και τον μεγάλωσε, τον πήγε στους γιατρούς. Εκείνοι μέχρι που τον τσίμπησαν με βελόνα στα πόδια για να δουν αν θα μιλήσει, αλλά ο Μανόλης δεν τους έκανε τη χάρη....
Κακό που τον βρήκε , νέο παιδί… άκουγε συνέχεια να λέει μια γριά που είχε ένα μαγαζί με ψαλίδια και κλωστές κάτω από το σπίτι του. Το έλεγε πάντα δυνατά, λες και ο Μανόλης εκτός από μουγκός ήταν και κωφός.. Μια φορά γύρισε και την κοίταξε άγρια στα μάτια , εκείνη όμως αντί να φοβηθεί ή να ντραπεί , του είπε… Θες να μιλήσεις κακόμοιρο , έτσι δεν είναι ; Και τι να πεις... Από εκείνη τη μέρα, ο Μανόλης αποφάσισε ότι έπρεπε να βρει τρόπο να την συμπαθήσει. Κάτι όχι δύσκολο, μια που ο ότι έβαζε στο μυαλό του, το έκανε. Αρκούσε μόνο να πάρει την απόφαση. Έτσι , λίγο καιρό μετά, άρχισε να δουλεύει τρία πρωινά τη βδομάδα στο ψαλιδοκλωστάδικο της γριάς. Τρία πρωινά, αφού εκείνη δεν είχε να τον πληρώσει για παραπάνω κι αφού ένας άντρας στο μαγαζί, έστω και μουγκός , δημιουργούσε μια αίσθηση ασφάλειας στη γριά γυναίκα.
Τα υπόλοιπα πρωινά της εβδομάδας , πήγαινε στην εκκλησία , για πέντε λεπτά . Αυτό το πεντάλεπτο ήταν αρκετό γι’ αυτόν . Ποτέ δεν προσευχόταν. Ποτέ δεν ζητούσε κάποια χάρη από το Θεό. Για πέντε λεπτά ο Μανόλης δεν σκεφτόταν τίποτα. Μύριζε το κερί και άφηνε τα χρώματα του ναού να τον γλυκάνουν. Τα πρόσωπα στις εικόνες του ήταν πολύ οικεία . Σαν να τα γνώριζε από παλιά. Σαν να τους είχε μιλήσει όταν κι ο ίδιος μίλαγε. Σαν να είχε συναντήσει κάποια από αυτά στο δρόμο . Ποτέ κανείς δεν τον είδε σε στάση προσευχής. Ήταν κάθε φορά όρθιος δίπλα στην πόρτα λες και φοβόταν να προχωρήσει παρά μέσα. Ανέκφραστος και φοβισμένος μα ευλαβής .
Ο Μανόλης πήρε ένα ψαλίδι και το ανοιγόκλεισε... Είδε ότι ήθελε ακόνισμα. Το ακόνισε. Ήταν ένα παλιό ψαλίδι που είχε μείνει απούλητο χρόνια τώρα και είχε σκουριάσει. Μεγάλο, μαύρο και ανυπόμονο... Το έδειξε στη γριά. Η γριά κατάλαβε…Το θες; Δικό σου… Ήξεραν καλά και οι δυο ότι κανείς δεν θα το αγόραζε... Το μαγαζί δεν είχε κόσμο . Η γριά ένιωθε ευλογημένη που είχε βρει τον Μανόλη. Μπορούσε να του πει τα πάντα και να είναι σίγουρη ότι δεν θα τα πει πουθενά. Μια μεγάλη εξομολόγηση χωρίς φόβο και πάθος λίγο πριν πεθάνει, αν και η ίδια του έλεγε … Οι γυναίκες στην οικογένεια μου δεν πεθαίνουμε. Ξέρεις πόσο χρονών πέθανε η μάνα μου; Ενενήντα οκτώ. Και η γιαγιά μου εκατόν τέσσερα. Και η μάνα της γιαγιάς μου εκεί. Όλες αργούν. Η αδερφή μου με περνάει οκτώ χρόνια και ζει ακόμα. Καλύτερα κι από μένα. Βέβαια αυτή έχει παιδιά κι εγγόνια να την φροντίζουν και ποτέ της δεν δούλεψε. Εγώ ήμουν πιο όμορφη, γι αυτό και δεν παντρεύτηκα. Ήμουν η πιο όμορφη στην πόλη. Οι άντρες ψιθύριζαν μεταξύ τους όταν με έβλεπαν αλλά κανείς δεν τολμούσε να με ζητήσει. Φοβόντουσαν. Οι γυναίκες έλεγαν για μένα ότι ήμουν μάγισσα. Και ξέρεις, εκείνα τα χρόνια τα πίστευαν κάτι τέτοια.. Κοίτα τα μαλλιά μου... Ακόμα τα έχω όλα και πάντα μακριά.... Άσπρα βέβαια, δεν τα βάφω όπως η αδερφή μου.. Αλλά αυτή έχει και άντρα, γι αυτό τα βάφει... Εγώ είχα γνωρίσει κάποτε έναν άντρα που μου άρεσε αλλά ήταν φτωχός και όταν το άκουσε ο πατέρας μου έγινε έξαλλος. «Αυτόν θα πάρεις που πεινάει;» είπε. «Δεν την έχω εγώ την κόρη μου για τα μούτρα του».... Αυτός τελικά έγινε πάμπλουτος και έχει πολυκατοικίες δικιές του και δεν παντρεύτηκε ποτέ... Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν έμεινε μόνος του γιατί δεν μπορούσε να με ξεπεράσει αλλά ποτέ δεν τόλμησα να του μιλήσω ξανά... Εδώ μένει... Τρία στενά παρακάτω... Τον βλέπω καμιά φορά, κάνει πως δεν με βλέπει... Έχει γίνει σαν όλους τους γέρους , τρέχει στα καφενεία να ξεχάσει.... Να τον έβλεπες στα νιάτα του... Ξανθός, σαν στάχυ τα μαλλιά του μακριά και κάτι μάτια σαν ωκεανός… Και ένα ανάστημα... Παλικάρι ήτανε.. Σαν εσένα.... Τώρα έχει καμπουριάσει και είναι φαλακρός... Τα μάτια του όμως παραμένουν τα ίδια... Να με κοίταζε πάλι μια φορά.... Μια ματιά να μου έριχνε βρε Μανόλη..... Κάθε φορά που περνάω δίπλα του, το καταλαβαίνω ότι διαβάζει τη σκέψη μου... Αλλά δεν με κοιτάει... Μπορεί να φοβάται ότι θα του μιλήσω... Θέλει κι άλλο, ακόνισε το κι άλλο... Και τι φοβάται; Σαν πως τι θα μπορούσα να του πω; Παντρέψου με; ... Τότε έπρεπε. Έπρεπε να μην άκουγα τον πατέρα μου και να κλεφτώ... Θα είχα τώρα και παιδιά και πολυκατοικίες και εγγόνια.... Και δεν θα είχα και την αδερφή μου να μου παριστάνει τη βασίλισσα ... Τώρα... Με φωνάζουν ψαλιδού ... Κανείς δεν ξέρει το όνομα μου ... Και να ‘τανε κανένα δύσκολο... Μαρία με λένε, όχι Ελπινίκη... Καημό το χω να ακούσω να με φωνάξουν Μαρία.... Ή γιαγιά θα με φωνάξουν ή θα μου μιλήσουν στον πληθυντικό χωρίς να με ρωτήσουν το όνομα μου... Τι να το κάνουν το όνομα μου; Τους είναι άχρηστο αφού το έχουν σίγουρο ότι αύριο μεθαύριο θα πεθάνω... Δεν ξέρουν όμως το μυστικό μου.... Όταν το αποφασίσω Μανολάκη μου να ψοφήσω, γιατί εγώ θα το αποφασίσω, θα σου πω το μυστικό λίγο πριν... Το μυστικό της ζωής... Μόνο σε σένα... Να ξέρεις Μανολάκη μου, εμείς αποφασίζουμε πότε θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο, ούτε οι γιατροί, ούτε ο Θεός... Εμείς οι ίδιοι...
…Τον είδα και χτες έξω από την εκκλησία του Χριστού… ξεκίνησε μια άλλη μέρα τον πόνο της πάλι η γριά και ο Μανόλης τύλιγε και ξετύλιγε ένα κουβάρι κόκκινη κλωστή να περάσει η ώρα…Φόραγε κασκόλ και σκούφο για το κρύο.. Σαν να μου φάνηκε ότι κούτσαινε λίγο... Δεν με κοίταξε φυσικά.... Είχε το βλέμμα χαμηλωμένο ..... Όπως τότε που μου είχε πει πως με θέλει κι εγώ του σήκωσα το κεφάλι να το δω στα μάτια του. Και το είχα δει. Με ήθελε. Σαν το παιδί τη σοκολάτα. Ήταν λιγωμένος πριν καν με φάει.. Εγώ έβλεπα το φούσκωμα στο παντελόνι του… Ο Μανόλης κοίταξε τη γριά. ..Τι νομίζεις ; Επειδή με βλέπεις γιαγιά; Γριά δηλαδή, γιατί οι γιαγιάδες έχουν εγγόνια κι εγώ δεν έχω.. Ήμουν κι εγώ νέα και ο πόθος με έτρωγε. Σηκωνόμουν τις νύχτες από τρελά όνειρα. Γεμάτα φωτιά για εκείνον . Τον έβλεπα να στέκεται να με κοιτάζει κι εγώ να χαϊδεύομαι γι αυτόν.. Να βάζει τα δάχτυλα του στο στόμα μου κι εγώ να γλυκαίνομαι σαν να χα στο στόμα μου τη θεία κοινωνία... Ποτέ δεν έγινα δικιά του.. Μια φορά ξύπνησα στη σκέψη του και πήρα από την κουζίνα τον πλάστη της μάνας μου. Το σεντόνι γέμισε αίματα. Το πέταξε η μάνα μου γιατί αν το ‘βλεπε ο πατέρας μου, θα με κούρευε και θα μ’ έδιωχνε από το σπίτι. Άλλα χρόνια τότε... Βέβαια δεν υπήρχε περίπτωση να το δει ο πατέρας μου, ήταν συνέχεια πιωμένος. Μια φορά μάλιστα είχε γυρίσει σπίτι και η μάνα μου έλειπε στο χωριό της για κάτι κληρονομικά. Πολύ μικρή εγώ... Αυτός μεθυσμένος... Δεν θυμάμαι πολλά ή ήμουνα πολύ μικρή για να θυμάμαι ή απλά δεν θέλω να θυμάμαι. Τα χέρια του ήταν σκληρά... Τα μάτια του θολωμένα και η αναπνοή του μύριζε κρασί. Με έβαλε μπρούμυτα, μου κατέβασε το βρακί και έκανε τη δουλειά του ανενόχλητος από εκεί που κανείς δεν θα το καταλάβαινε ποτέ. Γιατί τότε έπρεπε να είμαστε ανέγγιχτες στο γάμο. Όχι όπως τώρα , που η κάθε μια χαίρεται όλη την πόλη πριν παντρευτεί.. Κι η αδερφή μου παρθένα παντρεύτηκε... Τώρα βέβαια , μετά το γάμο, ποιος ξέρει τι έκανε ... Εγώ πιστεύω ότι όλο κάτι έκανε. Κανείς δεν είναι πιστός Μανόλη μου σε κανέναν. Όπως οι άνθρωποι στον Χριστό. Όλοι χεσμένο τον έχουν. Ακόμα κι αυτοί που ξημεροβραδιάζονται στην εκκλησία. Ιδίως αυτοί. Να σου πω εγώ ιστορίες... Αυτιά να έχεις να ακούς.. Που έχεις... Στόμα δεν έχεις... Και καλύτερα τελικά... Κι εγώ που μιλάω τι κατάλαβα; Όποτε χρειάστηκε να μιλήσω στη ζωή μου, η απόλυτη σιωπή. Μουγκή . Σαν εσένα καλή ώρα. Κι όταν έπρεπε να μουγκαθώ μίλαγα κι έλεγα ... Κι εγώ δεν ξέρω τι έλεγα... Αχ Μανόλη μου... Να σε είχα γιο, να είχα κι εγγόνια... Δεν θα με φώναζε γεροντοκόρη η αδερφή μου.. Αστείο δεν είναι; Για σκέψου, είναι πιο γριά από μένα οκτώ ολόκληρα χρόνια και με φωνάζει γεροντοκόρη... Μωρέ αν ήθελα εγώ... Συνέχεια με κοίταζε ο άντρας της, και δεν ήταν άσχημος... Αλλά μετά γέννησε τον πρώτο της γιο, κι έκανα ότι δεν καταλάβαινα. Άνοιξα και το μαγαζί.... Άλλαξα και γειτονιά... Βλέπω τα εγγόνια της κάθε Χριστούγεννα... Θεία, θεία φωνάζουν κι εγώ τους πάω δώρα και τους δίνω λεφτά και κάνω πως τ’ αγαπάω.. Δεν τα αγαπάω μωρέ Μανόλη... Τα μισώ... Γιατί τα αγγίζει εκείνη... Κι αν δεν το αγγίζεις μόνο εσύ το παιδί, τότε δεν είναι δικό σου. ... Ο Μανόλης ξανακοίταξε τη γριά με πολύ τρυφερότητα. Η γριά όμως τρόμαξε γιατί αυτό το βλέμμα του Μανόλη έμοιαζε με το βλέμμα που δεν είχε κατακτήσει όταν ήταν νέα... Μια χαμένη ευκαιρία... Ήταν ξένο και οικείο μαζί... Ήταν χθεσινό... Και δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό για έναν γέρο άνθρωπο από ένα τέτοιο βλέμμα... Η γριά σταμάτησε να μιλάει .Ο Μανόλης της έπιασε τα χέρια και η Μαρία χωρίς να το σκεφτεί, χωρίς να καταλάβει, ένιωσε το σώμα της να ηρεμεί… Σταμάτησε να σκέφτεται το οτιδήποτε και αφέθηκε στα χέρια του. Την φίλησε στο στόμα. Της έβγαλε τα ρούχα και την ξάπλωσε στο πάτωμα... Ο μουγκός πήρε το ψαλίδι και το κουβάρι που κρατούσε έπεσε από τα χέρια του στο πάτωμα. Και το πάτωμα γέμισε αίμα. Το ίδιο και το μαγαζί. Η πόλη ολόκληρη έγινε κόκκινη…
Το βράδυ εκείνο ο Μανόλης περπάτησε σε κόκκινους δρόμους . Άνοιξε ξένες πόρτες και γέμισε τα χέρια του κόκκινα μήλα που τα δάγκωσε και έσταξαν αίμα. Όσοι τον είδαν μπροστά τους έτσι, δεν τρόμαξαν , ίσα -ίσα που τους θύμισε κάποιον , αλλά κανείς τους δεν κατάφερε να θυμηθεί ποιόν. Ο Μανόλης γύρισε στο σπίτι του πρωί και όταν βγήκε στο μπαλκόνι , είχε ήδη αρχίζει να χαράζει και η πόλη να ξαναγίνεται γκρίζα. Εκείνο το πρωινό η Μαρία, νέα πια, συνάντησε τον Θεό και το παιδί του. Σε μια πόλη με μικρούς δρόμους και τεράστια σπίτια. Σε μια χρωματιστή πόλη με μεγάλα ψάρια στους δρόμους, ο Θεός και το παιδί του έπαιζαν όπως ένας πατέρας παίζει με τον γιο του... Οι δυο τους, χωρίς να τους ενοχλεί και να τους αγγίζει κανείς ... Η Μαρία δεν είδε τα πρόσωπα τους καθαρά, ήταν λίγο απομακρυσμένη απ’ αυτούς. Πήρε όμως μια βαθιά ανάσα και γέμισε μέσα της κερί…

Λ.Μ.

1 σχόλιο: