Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Ακατάσχετα νούμερο 1


Ξυπνάω. Παραπαίω. Πάω για ελληνικό. Πεθαίνει το γκαζάκι. Το μάτι της κουζίνας αργεί. Ανοίγω τον υπολογιστή. Πάω στον κήπο του φέισμπουκ. Κανένας φτερωτός μονόκερος δεν με επισκέφτηκε τη νύχτα. Κάτι πάπιες μόνο. Βάζω το καπέλο για να μη χτενίσω μαλλιά και πάω να πάρω τσιγάρα. Παίρνω δύο πακέτα. Επιστρέφω και ανοίγω το μπλογκ. Το μπλογκ μου δεν γράφει λατινικούς χαρακτήρες ! Ξαφνικά γράφει στα χιντι. Κι εγω δεν ξέρω χίντι ! Βάζω μερικές ξεχασμένες ροκιές στη διαπασόν. Καπνίζω ασταμάτητα απο βαρεμάρα. Και τι άλλο να κάνω σκέφτομαι ...Να πάω για μπάνιο; Κυριακάτικα αυτό θα ήταν αυτοκτονία. . Κοιτάζω το σπίτι μου λες και το βλέπω πρώτη φορά. Δεν με ενθουσιάζει. Έχω ανάγκη απο μία αλλαγή. Μία μεγάλη αλλαγή. Έχω κάτι το νου μου , αλλά περιμένω να γίνει για να το ανακοινώσω. Αν το πω, φοβάμαι πως δεν θα γίνει. Τι να μαγειρέψω ο εργένης, σκέφτομαι... Ρύζι λέω..Με λαχανικά. Βαρετό αλλά καλύτερο απο το τίποτα. Νομίζω δεν έχω καμία επαφή με την πραγματικότητα. Θέλω να μεταφερθώ λίγο στην Κρήτη να δω τον μπέμπη , τον ανηψιό μου.. Μετά να διακτινιστώ για λίγο στο Παρίσι και να πιω καφέ στα σκαλιά της Μονμάρτης. Και μετά θα ήθελα να κοιμηθώ. Πάνω σε μία αιώρα φυσικά στα νησιά Μπόρα Μπόρα. Κι άλλο τσιγάρο. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν θα γίνει, όπως έλεγε ο Γκίμπσον σε ένα θεατρικό έργο. Ακούω ραδιόφωνο. Μπαίνω στο τσατ του σταθμού και χαρίζω καλημέρες . Παίζει λούζιν μάι ριλίτζιον (αν το γράψω αγγλικά,θα γίνει χίντι).. Θυμάμαι πάντα το δημοτικό μ΄ αυτό το τραγούδι. έκτη δημοτικού ή πρώτη γυμνασίου ήμουν όταν η Μπρέντα μπήκε στο δωμάτιο του Μπράντον με ένα ραδιόφωνο στο χέρι και του είπε..Άκου, το καινούριο τραγούδι των ΑρΙΕμ..Τότε το πρωτάκουσα. Λίγους μήνες μετά και επιτέλους ξεπαρθενιάστηκε η Ντόνα. Το περιμέναμε χρόνια. Όλη η γενιά μου το περίμενε. Πήγαμε στο σχολείο με άλλο αέρα την επόμενη μέρα. Μιλάω με τη Μαρία. Απο το γυμνάσιο. Βρεθήκαμε στο φέισμπουκ. Τη θυμάμαι με ένα πανέμορφο λευκό πουλόβερ και ένα πανέμορφο χαμόγελο που πίσω του έκρυβε ένα μεγάλο μυαλό. Μιλάω και με την Εύη, την Κάλλια φυσικά.. Έψαχνα τον Γραφανάκη αλλά δεν τον έβρισκα.. Μεγαλώνουμε και χωρίζουμε. Αλλάζουμε. Χανόμαστε. Ότι και να γίνει όμως πάντα επιστρέφει η κούτρα σου σ' εκείνα τα χρόνια. Τα παιδικά. Στα αίματα στα γόνατα. Στη μυρωδιά των βιβλίων. Στα γέλια στην τάξη. Στις τιμωρίες. Στις εκδρομές..

Τέλειωσα με τον ελληνικό. Δεν θα ανάψω άλλο τσιγάρο. Το βράδυ πάλι. Αφού δεν μπορώ να το κόψω , το τιμωρώ. Μία του και μία μου. Θα το έχω στην αναμονή, έτσι για να μάθει...

1 σχόλιο:

  1. Γυρνάμε εκεί που νιώσαμε την ευτυχία... Εποχές αθωότητας που τότε δεν τις καταλαβαίναμε. Γι αυτό έχουμε κολλήσει εκεί. Επειδή ήτανε χρόνια ανέμελα, απαλλαγμένα από καχυποψίες κι ιδιοτέλειες. Στο μυαλό μας μόνο πώς θα κάνουμε τη διαολιά χωρίς να μας καταλάβουν κι αν μας έριξε καμιά ματιά ο ανεκπλήρωτος έρωτάς μας. Ωραία χρόνια...Γεμάτα μυρωδιές και γέλια. Έπειτα, χάσαμε την αθωότητά μας κι έκτοτε χαμογελάμε λιγότερο. Κερδίσαμε όμως ανθρωπιά. Ουδέν κακό αμιγές καλού...
    Μαρία

    ΥΓ. Το συγκεκριμένο πουλόβερ ούτε που το θυμάμαι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή